Ο έρωτας δανείζεται τα χρώματα των τεσσάρων εποχών για να ονειρευτεί μια σκοτεινή υπαρξιακή ιστορία. Ο Αύγουστος έρχεται λευκός με μια χούφτα άμμο στα χέρια, ξαπλώνει σ’ ένα δωμάτιο γυμνό και γίνεται μια ψαλμωδία των αισθήσεων.
Όμως, το φθινόπωρο περιμένει στην επόμενη στροφή. Στην αρχή είναι η βουή των φύλλων. Μετά ο αγέρας. Στο τέλος, ο απόηχος ψιθύρων νερού στην ψυχή. Ο Σεπτέμβρης στέκεται πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα και ψιθυρίζει: «Μάταιος. Μάταιος Αύγουστος».
Οι προσμονές της ψυχής μένουν ανοιχτές κι ας ξέρουν μέσα τους το πουθενά. Απομένει ο ορισμός του έρωτα. Αναπάντεχα μισός. Αναπάντεχα μόνος. Αναπάντεχα ξένος.
Τι μένει να γιορτάσει η άνοιξη; Τη γνώση πως τίποτα δε χωρίζει. Δε σταματάει τίποτα. Μόνο ξαπλώνει επάνω μας αθέατο και μας θυμίζει ν’ απλώσουμε τα χέρια στο Ένα που γεννιέται μέσα μας και πάλι.