Η ΚΥΝΘΙΑ
Ποίηση και ποιητικά κείμενα
«Όταν ο Θεός έφτιαξε με τα αστέρια τις πολιτείες των λουλουδιών, του φάνηκαν άδειες και σκέφτηκε να τις γεμίσει με δροσοσταλιές για να ομορφύνει η θωριά τους. Κάποιες από αυτές υπάρχουν για να θυμίζουν τον νοτισμένο ουρανό και σβήνουν κάθε αυγή, μα κάποιες άλλες ζουν χρόνους πολλούς και σβήνουν όταν το διατάξει ο ίδιος. Τις ονομάτισε ανθρώπους , τους έβαλε να κατοικούν πάνω στα λουλούδια, να χαίρονται με τις μυρωδιές και να πονάνε με τα αγκάθια. Κάποιοι από αυτούς ξεχώρισαν, ήταν δυνατοί στο σώμα, πολυμήχανοι στο πνεύμα, παραμέριζαν τα αγκάθια όσο και αν τρυπούσαν τα κορμιά τους… ορθοί κοίταζαν τον Θεό , τον βάφτισαν Ήλιο για να βαστάξουν το φως του. Εκείνος για το θάρρος τους, άφησε μια ηλιαχτίδα να ξαποστάσει και να γίνει ο τόπος τους. Τους φώναξε Έλληνες. Όμως οι υπόλοιποι άνθρωποι τους ζήλεψαν, θέλησαν κατά καιρούς να κλέψουν τον τόπο τους, να κρύψουν την τόλμη τους, να τους γονατίσουν. Έτσι εκείνοι ξέχασαν τα αρώματα από τις πολιτείες των λουλουδιών και έμειναν να κοιτούν μόνο τα αγκάθια. Όμως οι δροσοσταλιές επαναστάτησαν δεν άντεξαν τα γερμένα κεφάλια με τα πληγιασμένα κορμιά, αποφάσισαν να τους βοηθήσουν.
«Μια μέρα η πιο τολμηρή δροσοσταλιά είπε να χωρέσει κάπου λίγο ήλιο και εκείνος τη μεταμόρφωσε σε Κύνθια για να γυρέψει ξανά τους τόπους του. Κάπως έτσι ξεκίνησε το κυνήγι της σοφίας, ο ήλιος της έγνεφε να τον ακολουθήσει στον χορό που έσερνε, μα εκείνη μοναχά τα βήματά της κοιτούσε, μπερδευόταν και έπεφτε καταγής. Κάποια στιγμή είπε να ταξιδέψει στις πέρα θάλασσες να ανταμώσει άλλες οροσειρές και ακρογιάλια, πιάστηκε στον χορό με αξιώματα, γνώσεις, κριτικές, έρωτες, όνειρα, πεθυμιές, ξεφαντώματα , μα πουθενά το βασίλειο του ήλιου. Ώσπου μια μέρα σε εκείνους τους κρυμμένους ωκεανούς, συνάντησε την Αργώ να κουβαλάει την Άνοιξη, της μίλησε για τη Ρωμιοσύνη. Τότε τα χελιδόνια έσμιξαν τις φτερούγες τους και της έδειξαν τον δρόμο της σοφίας που κρύβει ο τόπος της. Της μίλησαν για τις στεριές του ουρανού, τις γειτονιές των αστεριών, το ολόγιομο φεγγάρι, τα αρραβωνιάσματα της θάλασσας. Ο ήλιος πρόβαλλε άξαφνα και φώτισε τους ναούς που έκρυβε μέσα της. Θα χρειαστεί βέβαια μια ολόκληρη ζωή για να τους ανακαλύψει όλους, θέλουν χρόνο οι ανασκαφές για να φανούν οι θησαυροί των Ελλήνων που σκεπάστηκαν. Όμως η Κύνθια από το ταξίδι της έμαθε από πού αρχινάει ο δρόμος του ήλιου και έρχεται να μαρτυρήσει τα μυστικά που της ψιθύρισαν τα χελιδόνια, αρκεί να σφίξουμε στις χούφτες γιασεμιά για να μείνει λευκή η αγάπη και να ζωστούμε μια μεγάλη ιδέα, την ΕΛΛΑΔΑ!»