Ένας τόπος, ένας φυσικός τόπος, δεν ταυτίζεται με το τοπίο. Το τοπίο είναι μια μερικότητα του τόπου, μια επιφάνεια καρτ-ποστάλ. Το κοιτάς «απέξω», το κρίνεις και το αξιολογείς με κριτήρια «αντικειμενικά» (αισθητικά, οικονομικά, ιστορικά κ.ά.). Όταν –και εφόσον– πάνω σ’ αυτήν την αντι/κείμενη επιφάνεια, πάνω σ’ αυτήν την οθόνη, εγγραφούν ή αναζωπυρωθούν βιώματα, μνήμες, προβολές, τότε και μόνον τότε το τοπίο (ή το «περιβάλλον») μετουσιώνεται σε τόπο.
Οι τόποι είναι ζωντανές οντότητες, που κατοικούν πνεύματα, μικροί θεοί (δαίμονες αρχαιοελληνικά). Τα πνεύματα, λοιπόν, των Τόπων αρθρώνουν και νοηματοδοτούν το χώρο μέσ’ από γλώσσες άλλης τάξεως, φτιαγμένες από χρώματα, μυρωδιές, χειρονομίες, ψιθύρους «ιδανικών φωνών», γλώσσες που μοιάζουν να λειτουργούν σαν επουλωτικοί μηχανισμοί τραυμάτων ακόμα ανοιχτών.
Τα τοπία και οι χώροι που έχουν έτσι μεταμορφωθεί (ή σωστότερα: μετουσιωθεί) σε Τόπους, μην υπακούοντας πια σε καρτεσιανούς νόμους, δε μετριούνται σε τετραγωνικά και κυβικά, ούτε αποτυπώνονται σε, συμβατικά τουλάχιστον, αρχιτεκτονικά σχέδια.
Η αφήγηση που ακολουθεί, σαν είδος σημειώσεων ημερολογίου, τυχαίνει να έχει ως αφορμή, ως «μεταβατικό αντικείμενο σήμανσης», μια απολύτως πραγματική σημαδούρα. Για μια ακόμα φορά οι ίδιες οι λέξεις σαν οι κατ’ εξοχήν «δαίμονες» των τόπων και όχι μόνο, παίζουν το δικό τους αμφίσημο παιχνίδι.