«Σαν έφτασεν η ορισμένη μέρα,
και τα πανιά του σήκωσε να φύγει,
πήρε ένα κιάλι η ΄Αννα, μα του κάκου˙
δεν μπόρεσε στο μάτι της ν’ αρμόσει,
ίσως γιατί θολό ήταν απ’ τα δάκρυα,
ή θάτρεμε το χέρι της. Κ’ εκείνος
απάνω στο κατάστρωμα μονάχος
κουνώντας το μαντήλι χαιρετούσε,
δίχως εκείνη να τον βλέπει˙ κ’ έτσι
ως τη στερνή στιγμή που το πανάκι
εχάθη στον ορίζοντα, η Άννα
με βουρκωμένα μάτια τ’ ακολουθούσε,
και κλαίγοντας εγύρισε στο σπίτι.
Σα θάνατο θωρούσε το ταξείδι,
και στη δουλειά της ζήταε να ξεχνάει...»
Η απόδοση σε Ελληνικούς στίχους του δραματικού ποίηματος τού Τέννυσον, έγινε απ` ευθείας από το Αγγλικό πρωτότυπο, και στα ίδια μέτρα που μεταχειρίζεται ο Άγγλος ποιητής.
Χάριν της πλήρους προσαρμογής του ποιήματος με την μουσικήν υπόκρουση του Ριχάρδου Στράους, παρελήφθησαν ή προσετέθησαν σε ωρισμένα σημεία, μερικοί στίχοι, χωρίς να παραβλάπτεται καθόλου η συνοχή και το ποιητικό κάλλος τού έργου.
Γ. Ι. Μπούρλος
Απόδοση Γ. Ι. Μπούρλος
Εικονογράφηση Β. Γερμενής
Ανατύπωση της σπάνιας εκδόσεως του 1930, η οποία είχε κυκλοφορήσει από το περιοδικό «Μουσικά Χρονικά» σε 300 αριθμημένα αντίτυπα.