Το νερό πονά. Η ροή του συντονίζεται με την κοσμική ψυχή. Αγκαλιάζει ή διώχνει το σώμα που βυθίζεται μέσα του. Το νερό νιώθει, αισθάνεται. Κλαίει και γελάει, οργίζεται ή χαίρεται, αγκαλιάζει ή πνίγει. Ο Χριστόφορος Οικονόμου το ξέρει αυτό καλά, από γεννησιμιού του. Γι’ αυτό και τον φοβίζει. Τον τρομοκρατεί ο ήχος του, η δύναμή του. Είναι η αναμέτρηση των δύο, που θα σηματοδοτήσει την πτώση του ενός και τη νίκη του άλλου. Αυτό νομίζει ο ήρωας. Θα περάσει πολλά για να καταλάβει πως το νερό δεν τον πονά, αλλά τον μαθαίνει. Μέσα από κείνο καταλαβαίνει τον έρωτα, τη μοναξιά, την απώλεια, τη θλίψη. Κυλάει μέσα του όπως η λέμφος, αναπόφευκτα. Ο μεγάλος κύκλος που κρύβει μέσα του τη Λευκοθέα, τη Μεγάλη Θεά, τη Μάνα, τη Μαριγώ, την Αθηνά, την Άννα, είναι υδάτινος, ρευστός και ανεξέλεγκτος. Σαν τη ζωή και σαν τον θάνατο.
Γράμματα, σκέψεις, οράματα, λέξεις, αισθήματα, όλα αυτά κυλούν μέσα στο νερό, άλλοτε ήρεμα και άλλοτε ταραγμένα. Είναι η ιστορία του Χριστόφορου Οικονόμου, είναι η ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην αγωνία του θανάτου και της απώλειας του έρωτα.