Ξύπνησε από τα βήματα που άκουσε στην άμμο. Άνοιξε τα μάτια και είδε το αγόρι, χωρίς το μεγάλο τετράδιό του, κι έναν θαλασσινό του νησιού που ήξερε να μιλάει τη γλώσσα του αγοριού.
Της είπε ότι η πήλινη κούκλα της είναι τόσο παλιά όσο τα αρχαία χρόνια, ότι οι ξένοι, που ήταν αρχαιολόγοι, είχαν φτάσει στο απέναντι νησί για να βρουν κι άλλες τέτοιες κούκλες, ακόμα και σπασμένες, για να τις γλιτώσουν από χρόνια και καιρούς και για να μπορούν να τις βλέπουν οι άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Της είπε ότι η κούκλα που ’χε εκείνη ήταν η πιο πολύτιμη απ’ όλες, γιατί δεν ήταν σπασμένη. Κάποτε είχε χρώμα, μα της το ’κλεψε ο χρόνος για να μην ξεχωρίζει από το χώμα –το σπίτι της. Θα την έπαιρναν οι ξένοι, θα τη φρόντιζαν, θα την έβαζαν σ’ ένα κουτί ανάμεσα σε μαλακά υφάσματα και θα την ταξίδευαν παντού, να μάθουν όλοι για τους θησαυρούς του νησιού.
Το αγόρι κοιτούσε μια την κούκλα, μια το κορίτσι, μια τον θαλασσινό. Ο θαλασσινός κοιτούσε μια το κορίτσι, μια το αγόρι. Το Μοσχούδι κοιτούσε μια το αγόρι, μια την κούκλα. Η κούκλα δεν κοιτούσε πουθενά, αφού μάτια δεν είχε.