Η μελωδία της άρπας του Απόλλωνα που άλλαζε, έβγαλε τον Δρύοπα από τις σκέψεις του. Πιο ψηλά σε έναν πυργίσκο την είδε. Έμοιαζε σαν να ήταν η ίδια η θεά του φεγγαριού, με το μεγάλο της τόξο και το κοντό της χιτώνα. Ήταν μόνο μια ματιά που τόλμησε να της ρίξει, αλλά ήταν αρκετή. Η θεά είχε το ίδιο παγερό βλέμμα με τον αδερφό της. Η άρπα σταμάτησε απότομα και οι δύο θεοί, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε βλέμμα, πήδησαν από τις πολεμίστρες, περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα στο κενό, στη μάχη που μαινόταν κάτω. Ο Δρύοπας και η Αριστονίκη έμειναν να κοιτούν. Το θέαμα άξιζε την αναμονή. Ήταν σαν δύο αστέρια να έπεφταν στη γη. Τα δύο αδέρφια χάραζαν ασημένια μονοπάτια καθώς πετούσαν. Δεν τελείωσε εκεί. Περισσότερα φωτεινά μονοπάτια άρχισαν να φαίνονται στην καταχνιά, καθώς ο θεός του φωτός και η θεά του κυνηγιού εξαπέλυαν θανατερά βέλη από τα τόξα τους. Ο Δρύοπας και η Αριστονίκη δεν μπορούσαν να το δουν σε τέτοια απόσταση, αλλά κάθε ένα έβρισκε μια σκοτεινή καρδιά, κάθε ένα έριχνε στην αδηφάγα γη και ένα δαίμονα. Ήταν σαν τα δύο αδέρφια να είχαν σχηματίσει κύκλους από φως γύρω τους, κύκλους από θάνατο και αυτά να στέκονταν στο κέντρο του καθενός. Ο Δρύοπας μπορούσε να φανταστεί τους δύο ολύμπιους, να χαμογελούν καθώς σκότωναν τους άπειρους εχθρούς, ή ίσως μόνο ο Φοίβος Απόλλωνας να χαμογελούσε. Δεν ήξερε αν η Άρτεμις χαμογελούσε ποτέ. Ούτε ήξερε ποιος από τους δύο τον ανησυχούσε περισσότερο –το υπεροπτικό, παγερό χαμόγελο του Απόλλωνα, ή η ψυχρή, δολοφονική σκληρότητα της Αρτέμιδος;