«Ήμουν έτοιμη να τους πνίξω, η πατούσα μου πίεζε το σημείο της καρωτίδας, δεν θα δίσταζα, το παραδέχομαι, όταν μπήκε μέσα η λύκαινα των ονείρων μου. Αυτή που έχεις στον καμβά επάνω στη σοφίτα. Τρόμαξα, πάγωσα, ακινητοποιήθηκα. Με το κεφάλι της με έσπρωξε στην άκρη. Από φόβο έκλεισα τα μάτια μου, άκουγα με πόση μανία τους ξέσκιζε, και τις φοβισμένες κραυγές τους. Όταν στο χώρο βασίλεψε ησυχία, τότε άνοιξα τα μάτια μου και τους αντίκρισα στην κατάσταση που τους είδες και συ…»