Οι σουπιές ήταν φρέσκες, Παγασητικού, η σάρκα τους μαστιχωτή και ξασπρισμένη από το τηγάνι. Η σουπιά είναι περίεργο πλάσμα, είναι κατάμαυρη όταν ψαρεύεται κι έρχεται με το καθάρισμα και τη φωτιά κι ασπρίζει. Πιάνεται δύσκολα κι όλο ξεγλιστράει. Δεν είναι τυχαίο που τους κουτοπόνηρους ανθρώπους, τους μπαμπέσηδες, με αυτό το παρατσούκλι τους αναφέρουνε. «Κι οι πολισμάνοι όταν έρθουνε, μελάνι αμολάω» ακούστηκε από ένα τρανζιστοράκι, δίπλα, από τη μεριά των καϊκιών. Γύρισε το κεφάλι, περιμένοντας να δει κάποιον από τους ψαράδες να φέρνει τις βόλτες του, αλλά το τραγούδι πήγαινε χαμένο. Είχανε βάλει τα κεφάλια τους κάτω στο ξεψάρισμα.
Τα δεκαεννέα διηγήματα που απαρτίζουν Τα καύκαλα είναι νοτισμένα από την υγρασία της ελληνικής επαρχίας· ακόμα και οι ιστορίες, που φαινομενικά διαδραματίζονται στη μεγάλη πόλη, κουβαλούν επάνω τους την επαρχιακή πάχνη.
Οι θεματικές του βιβλίου εκτείνονται από τις στεγνές ημέρες της οικονομικής κρίσης ως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου και περνούν από το ασφυκτικό πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας σε χαρακτήρες καθημερινούς που τραβούν λοξή πορεία. Η μνήμη και η διαχείρισή της, τα σφιχτά δεσμά της μικρής πόλης και της οικογένειας, ο θάνατος και η ενηλικίωση είναι μερικά από τα ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των διηγημάτων της συλλογής.