Οι Βάκχες δεν είναι σπουδή διονυσιακής τελετουργίας ούτε μελέτη επί της θρησκευτικής υστερίας. Αυτό που πραγματεύεται ο δραματουργός είναι η αιώνια σύγκρουση θεού και ανθρώπου.
Ο ∆ιόνυσος καταφθάνει στη Θήβα ως μύστης και συνάμα εκδικητής για να εισαγάγει τον ιερό θεσμό του βακχικού οργίου και να τιμωρήσει την οικογένεια
της μητέρας του Σεμέλης. Ο γερο-Κάδμος και η Αγαύη πρέπει να δυστυχήσουν, διότι δυσπίστησαν σχετικά με τη θεϊκή καταγωγή του. Όσο για τον βασιλιά Πενθέα, πρέπει να πληρώσει για την ασέβειά του προς τον θεό.
Ο βασιλιάς διαμελίζεται από την οιστρηλατημένη μητέρα του. Όταν ο πέπλος της παραίσθησης και της έκστασης σκίζεται, η Αγαύη περιέρχεται στην έσχατη υπαρξιακή ένδεια.
Έγινε παιδοκτόνος υπηρετώντας τον καινούριο θεό, η εισβολή του οποίου φέρνει μια πνευματική επανάσταση που δεν συντελείται αναίμακτα. Θεός και άνθρωπος συγκρούονται με μισαλλόδοξη βιαιότητα. Η τυραννία της λαϊκής θρησκευτικής δοξασίας ενάντια στην αυθάδη ξιπασιά του ανήλεου σοφισμού.
Στην έρημο της καταστροφής τους, η Αγαύη και
ο Κάδμος βρίσκουν στήριγμα στη συμπόνια. Στο ακρότατο του ανθρώπινου πόνου, που προδικάζεται από τον παντοδύναμο ∆ία («πάλαι τάδε Ζεὺς οὑμὸς ε’πένευσεν πατήρ»), στέκεται η ηθική αξιοπρέπεια – η αποδοχή του μοιραίου. Η περηφάνια του νικημένου σε άνισο αγώνα.