“Αδυνατούσα να γράψω αυτή την παράγραφο ακόμη και αν επέλεγα την πιο ουδέτερη γλώσσα, την εξόχως απογυμνωμένη από προσωπικά βιώματα και έδινα στο πρόσωπο ένα όνομα χωρίς την παραμικρή ομοιότητα με το δικό μου. Δεν θα μπορούσα με τίποτα να απαλλαγώ απ’ τη σκέψη πως οι αναγνώστες οπωσδήποτε και θα γνώριζαν πως εκεί ήμουν εγώ ο ίδιος και όχι κάποιο αποκύημα του πυρακτωμένου πνεύματος του συγγραφέα Μπεσνίκ Μουσταφάι. Όταν λέω «εγώ ο ίδιος», εννοώ τον πολιτικό Μπεσνίκ Μουσταφάι, τον οποίο οι αναγνώστες του αφηγήματος, με την ιδιότητα των ψηφοφόρων, είχαν δει στην τηλεόραση και στις εκλογικές συναθροίσεις χιλιάδες φορές αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια, φυσικά καμαρωτό με κοστούμι, λευκό πουκάμισο και γραβάτα. Έτσι καμαρωτό έπρεπε να με δουν και στη συνέχεια, ώστε και με το ντύσιμό μου να υπερέχω όλων των άλλων, όσον αφορά την εντύπωση της μεγάλης αυτοπεποίθησής μου. Μάλιστα, είχα μπροστά μου μερικούς μήνες –μέχρι την πρώτη μέρα του προσεχούς καλοκαιριού, όταν θα είχαμε και εκλογές–, στη διάρκεια των οποίων οι εμφανίσεις μου στο κοινό υποχρεωτικά έπρεπε να πυκνώσουν. Θα χρειαζόμουν όσο ποτέ άλλοτε να ακτινοβολώ αυτοπεποίθηση και σοβαρότητα, ώστε να κερδίσω άλλη μία κοινοβουλευτική θητεία. Οι αναγνώστες μου στον ελεύθερο χρόνο τους επρόκειτο να εμφανισθούν ενώπιόν μου στις εκλογικές συναθροίσεις ως πολίτες-ψηφοφόροι. Το ατσαλάκωτο, όμως, ντύσιμό μου μπροστά στο κοινό ούτε που θα μπορούσε να τους εμποδίσει να με φανταστούν τσίτσιδο, αλλοτριωμένο απ’ την έκσταση, έτσι όπως στο κάτω κάτω της γραφής εγώ είχα περιγράψει την αφεντιά μου. Θα με κυρίευε η ντροπή, θα ψεύδιζα, θα με έλουζε κρύος ιδρώτας. Ιδρώτας εντελώς ανόμοιος με τα ρυάκια με τις ζεματιστές στάλες ιδρώτα, που έσταζαν και απ’ τη ρίζα του μαλλιού μου ενόσω έκανα έρωτα με την Άνα Β. και αναμειγνύονταν με τις εξίσου ζεματιστές στάλες του ιδρώτα της, παράγοντας την κατεξοχήν εκείνη μαγική ουσία, που έκανε τα σώματά μας κάπως αστραφτερά, απίθανα ευλύγιστα –ιδίως στην περίπτωσή μου– και ελαφρά γλιστερά κάτω απ’ το απολεσθέν βάρος του καθενός μας.”