Ο παππούς, σφίγγοντας τη ροζιασµένη µαγκούρα του, συνέχισε να διηγείται στο διψασµένο παιδί την ιστορία του γίγαντα: Ο Βρόντης που λες γιόκα µου, σαν δει απ’ τη βίγλα του πως τα χωράφια ξεράθηκαν και τα ποτάµια άρχισαν να στερεύουν, μπαίνει φουριόζος στη σπηλιά που έχει για αποθήκη και ξεκινάει να βγάζει τα βαρέλια του έξω ένα-ένα.