«Ένα μικρό παιδάκι μαραμένο από την πείνα, με πρησμένη χλωροπράσινη κοιλιά, ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένο στη μέση του δρόμου, σκάλιζε με τα νύχια του τη γης κι έτρωε χώμα. Στάθηκε τρομαγμένος ο παπα-Γιάνναρος και τα μάτια του βούρκωσαν. «Άτιμος είναι ο κόσμος ετούτος», συλλογίστηκε, «άτιμος, άδικος. Θεέ μου, πώς τον κρατάς στην αγκαλιά σου και δεν τον τινάζεις κάτω να γίνει χίλια κομμάτια· να ξαναγίνει πάλι λάσπη και να πλάσεις καινούριο κόσμο καλύτερο;» Στο χωριό του Κάστελου, ο εμφύλιος σπαραγμός φέρνει αδερφό ενάντια σε αδερφό. Ο παπα-Γιάνναρος απελπίζεται: στάθηκε, λοιπόν, η ιεροσύνη του τόσο ανίκανη να ενσταλάξει την ειρήνη στις καρδιές των χωριανών του; Και τότε φτάνει στη μεγάλη απόφαση: όσο οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται, ο Χριστός θα παραμένει νεκρός. «Η Ελλάδα σταυρώνεται, τη σταυρώνετε εσείς, Ισκαριώτες, κι όσο η Ελλάδα θα σταυρώνεται, θα σταυρώνεται κι ο Χριστός. Όσο σκοτώνεστε, κακούργοι Ρωμιοί, δεν ανασταίνω. Μήτε στο Χάλικα, μήτε στην Πραστοβά, μήτε στον Κάστελο· ώσπου φτάνει, απάνω σ’ ετούτα τα βουνά, το πετραχήλι μου, δεν ανασταίνω!» Το πιο σκοτεινό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα από τις πιο δραματικές σελίδες της ιστορίας της Ελλάδας. «Όλο δόξα και πείνα είσαι, κακομοίρα Ελλάδα, φώναξε, από τη φτέρνα ως την κορφή όλο ψυχή. Δεν πρέπει να χαθείς, όχι, δε θα σε αφήσουμε εμείς να χαθείς, μάνα!»