Το παρόν βιβλίο, έργο ίσως αγαπημένο του δημιουργού του ως σήμερα (έτος 2020), δομήθηκε, όχι για μια και μοναδική κατηγορία αναγνώστη, αλλά για κάθε φιλίστορα, απλό ή καταρτισμένο, ο οποίος επιθυμεί να έλθει σε «επαφή» με ένα πλήθος μεσαιωνικών μνημείων της Πελοποννήσου, τουτέστιν του Μεσαιωνικού Μορέως. Η «επαφή» ετούτη, ωστόσο, δεν πραγματοποιείται διόλου διά της «πεπατημένης οδού» (απλή παρουσίασις των μνημείων), καθώς κάτι τέτοιο ίσως δεν θα είχε σημαντική αξία, μα, γίνεται μέσ’ από κρυφά υπάρχουσες στράτες και ολιγοφωτισμένα μονοπάτια που οδηγούν μακράν, σε ονειρευτά απερπάτητα και θεαματικά μέρη, εις τα οποία κυριαρχεί -ως ακοίμητος φανός- το γλωσσικό ιδίωμα του συγγραφέως ή, σαν να λέμε, η λογοτεχνική του πένα. Και όχι μοναχά αυτή, μα και ο φωτογραφικός του φακός, τεκμήριο απαραίτητο στην εποχή μας για κάθε (τέτοιου είδους) έρευνα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο αναγνώστης θα περιηγηθεί σε κάστρα περίφημα όπως αυτά του Μυστρός και του Γερακίου, του Ακροκορίνθου και του Clermont (Χλεμουτσίου), των Πατρών, της Μεθώνης, της Κορώνης κτλ. Μα και σε άλλα πολλά με άγνωστη ιστορία, όπως το Κάστρο του Μίλα (Château Neuf) των Τευτόνων Ιπποτών, το Σαν Φλάουρο, το Cisterna Rubea (Αδέρφι «ξενιτεμένο» του ομώνυμου κάστρου των Ναϊτών Ιπποτών στους Αγίους Τόπους), το Château d’ Arlay ή Κάστρο της Άρλας (το κακώς καλούμενο έως και σήμερα Αιγυπτιόκαστρο), τα κάστρα της Παλαιομεθώνης και του Μοστιτσίου (πιθανώς συνδεδεμένα με τους Τεύτονες Ιππότες) και πολλά πολλά ακόμα μεσαιωνικά (κυρίως) καστέλια του Μορέως. Τέλος, μνεία απαραίτητη μέσω του παρόντος έργου, γίνεται και στις αμιγώς γοτθικές εκκλησιές της χερσονήσου, καθώς και σε εκείνες εις τις οποίες συνυπάρχουν τα βυζαντινά με τα γοτθικά αρχιτεκτονικά στοιχεία.