H ατομική μνήμη, φευγαλέα, ρευστή, κατακερματισμένη και αναδυό-μενη ακούσια ως αναλαμπή, αποκτά συνοχή και σχετική σταθερότητα όταν μετασχηματίζεται σε αφηγήσεις –οι οποίες εκτείνονται σ’ ένα ευρύτατο φάσμα: από απλές προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες, καθημερινούς ή δημόσιους λό-γους, μέχρι περίτεχνες μυθοπλαστικές κατασκευές. Εδώ η μνήμη αναδεικνύει την εγγενή κοινωνική της διάσταση – όπως τη θεμελίωσε ο Maurice Halbwachs ήδη από το 1925 – και ως τέτοια καθίσταται αντικείμενο μελέτης από τον ακα-δημαϊκό κλάδο των σπουδών μνήμης (memory studies), οι οποίες από τη δεκαετία του 1980 και εξής γνωρίζουν αλματώδη ανάπτυξη. Είναι σαφές ότι το εύρος των μνημονικών εκφάνσεων χρήζει διεπιστημονικής προσέγγισης – ως εκ τούτου στον ανά χείρας τόμο εκπροσωπούνται η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, η (συγκρι-τική) γραμματολογία, η προφορική ιστορία, η παιδαγωγική, η ιστορία της τέ-χνης, η κοινωνική ανθρωπολογία, οι πολιτισμικές σπουδές. Ή «Εισαγωγή» θέτει ορισμένες βασικές παραμέτρους του οικείου επιστημονικού πεδίου και τοποθε-τεί τα επιμέρους άρθρα στα συμφραζόμενα των σύγχρονων προβληματισμών που απασχολούν διεθνώς τις memory studies, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο οι επιμελητές, στηριζόμενοι στην εργασία της ερευνητικής ομάδας «Μνημοσύ-νη» που επί σειρά ετών συντόνιζαν, επιχειρούν μια «περιδιάβαση» στα – εν πολ-λοίς αμετάφραστα ακόμη στα ελληνικά – γερμανικά καταστατικά κείμενα πε-ρί μνήμης, τα οποία σε μεγάλο βαθμό απετέλεσαν την «εκρηκτική ύλη» για το memory boom των τελευταίων δεκαετιών. Τα εν λόγω κείμενα, πέρα από μια κριτική ματιά στο μελανό ιστορικό παρελθόν της Γερμανίας, προσφέρουν και μια λεπτομερή θεωρητική διασάφηση θεμελιωδών όρων, όπως ατομική, επι-κοινωνιακή, συλλογική, πολιτισμική μνήμη κ.λπ. Συνδυάζοντας, λοιπόν, προ-ωθημένες μελέτες περίπτωσης με «εργαλεία υποδομής», ο τόμος θα μπορού-σε να λειτουργήσει για κάθε ενδιαφερόμενο (διδάσκοντα ή φοιτητή) και ως μια εύληπτη – όχι όμως απλοϊκή – εισαγωγή σε μία διεπιστημονική οπτική, η οποία κερδίζει έδαφος σε όλες σχεδόν τις ακαδημαϊκές περιοχές.