Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο οχτάχρονος Τσίκι πηγαίνει να ζήσει µε τους θείους του στο Σαν Σεµπαστιάν. Μέσα από τα αθώα µάτια του παρακολουθούµε πώς κυλούν οι µέρες στην οικογένεια και στη γειτονιά: Ο θείος του ο Βιθέντε, άνθρωπος αδύναµου χαρακτήρα, µοιράζει τη ζωή του ανάµεσα στο εργοστάσιο και στο µπαρ, και στην πραγµατικότητα κουµάντο στην οικογένεια κάνει η θεία του η Μαριπούι, γυναίκα µε έντονη προσωπικότητα αλλά προσκολληµένη στις κοινωνικές και θρησκευτικές συµβάσεις της εποχής· η ξαδέρφη του η Μάρι Νιέβες ζει έχοντας συνεχώς το µυαλό της στα αγόρια, ενώ ο δύστροπος και λιγοµίλητος ξάδερφός του Χουλέν, επηρεασµένος από τη συστηµατική κατήχηση του ιερέα της ενορίας, προσχωρεί στην ΕΤΑ, που διανύει τα πρώτα στάδια της ζωής της. Η µοίρα όλων αυτών των ανθρώπων –κοινή µε τόσων άλλων κοµπάρσων της Ιστορίας, στριµωγµένων ανάµεσα στην ανάγκη και στην άγνοια– θα υποστεί, χρόνια αργότερα, µια δραµατική αλλαγή.
Εναλλάσσοντας τις αναµνήσεις του πρωταγωνιστή µε τις σηµειώσεις του συγγραφέα, τα Χρόνια της βραδύτητας προσφέρουν επιπλέον µια έξοχη απεικόνιση για το πώς η ζωή διυλίζεται για να µετατραπεί σε µυθιστόρηµα, πώς η συναισθηµατική ανάµνηση µεταµορφώνεται σε συλλογική µνήµη, ενώ η διαυγής γραφή αφήνει να διαφανεί το ζοφερό υπόβαθρο ενοχής πίσω από την πρόσφατη ιστορία της Χώρας των Βάσκων.