ΘΥΣΙΑ
Με το βλέμμα του στο κενό και το στόμα μισάνοιχτο, χωρίς να με κοιτάει, χωρίς να μου μιλάει, τρόχιζε εμμονικά το μαχαίρι ο πατέρας. Μετά βγαίναμε στην αυλή και, αφού ξάπλωνε το ζωντανό, γονάτιζε πάνω στο στήθος του και με το αριστερό χέρι του κρατούσε τεντωμένο τον λαιμό, ενώ με το δεξί που κρατούσε το μαχαίρι, έκανε το σημείο του σταυρού εκεί που θα χτυπούσε και κατευθείαν, με μία γρήγορη και αποφασιστική κίνηση, του χώριζε το κεφάλι από το σώμα.
Όταν ήμουν παιδί, έσφαζαν τα ζώα μπροστά μου.
[Από την έκδοση]