Διόνυσος, ὁ θεὸς ποὺ ἐπιστατεῖ τὴν ὅλη ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πορεία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν θεό, τὴν ἀνάδειξη τῆς θείας του φύσης μέσα ἀπὸ τὴν ὑπέρβαση τῆς σωματικῆς του φύσης. Εἶναι ὁ πιὸ κοντινός μας θεός, χθόνιος ὡς Ζαγρεύς, Ὀλύμπιος ὡς Ἴακχος, Λύσιος Διόνυσος, ἢ Ἐλευθερεύς. Εἶναι ὁ ἐκδηλωμένος Κοσμικὸς Νοῦς στὸ σύμπαν, ὅλη ἡ φύση, ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἀφοῦ ἡ ψυχή, ὅπως λέει ὁ Δαμάσκιος: «Διονυσιακῶς μερίζεται ὑπὸ τῆς γενέσεως» (Σχόλια εἰς Φαίδωνα, 130.1–2). Εἶναι ὁ «τρώσας», ποὺ «τεμαχίζει» τὸν νοῦ φέρνοντάς τον σ’ ἕνα σῶμα, ἀλληγορῶντας αὐτὸν τὸν μερισμὸ μὲ τὸν τεμαχισμό του ἀπ’ τοὺς Τιτᾶνες. Αὐτός, ὅμως, ποὺ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ «τραῦμα» μὲ τὴν γένεση εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν ἴαση μὲ τὴν ἀθανατοποίση τῆς ψυχῆς ὡς Ἴακχος, ποὺ ἐκπληρώνει τὸ «τρώσας καὶ ἰάσεται». Κι ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ ἔρχεται σ’ ἕναν κύκλο ἐνσαρκώσεων, ὁ Διόνυσος εἶναι ἔφορος τόσο τῆς ζωῆς, ὁπότε ταυτίζεται μὲ τὸν Δία-Ζῆνα, τὸν πάροχο τοῦ ζῆν, ὅσο καὶ τοῦ θανάτου, ὁπότε ταυτίζεται μὲ τὸν Ἅδη, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸ θέτει ὁ Εὐριπίδης: «Ζεὺς εἴτ’ Ἀΐδης ὀνομαζόμενος» (Ἀπόσπασμα 912). Ἐπειδὴ δὲ ἐφορεύει καὶ στὸν θάνατο, τὰ Μυστήριά του εἶναι ἀπὸ μόνα τους «μελέτη θανάτου», παρέχοντας στὴν ἔνσαρκη ψυχὴ τὴν «περὶ τὸν θάνατον μαντείαν»: «οὗτος ἔφορος ζωῆς καὶ θανάτου, ζωῆς μὲν διὰ τοὺς Τιτᾶνας, θανάτου δὲ διὰ τὴν μαντείαν τὴν περὶ τὸν θάνατον» (Ὀλυμπιόδωρος, Σχόλια εἰς τὸν Πλάτωνος Φαίδωνα, 6.13.2–3). Τὸν θεὸ τὸν ἔχουμε μέσα μας, στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ χρειάζεται νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν κακότητα, γιὰ νὰ ἀντικρύσουμε τὶς φεγγοβόλες αὐλὲς τῆς Μητρός, ὅπως λέει ὁ Πρόκλος στὸν Ὕμνο του εἰς Ἀφροδίτην. Κι αὐτὸ γίνεται μὲ πόνο ψυχῆς κατὰ τὴν Ὀδυσσειακή μας πορεία στὸ δύσκολο Ποσειδώνιο βασίλειο τοῦ συναισθήματος. Ἡ θεραπεία κάθε πληγῆς προϋποθέτει πόνο, ἀλλὰ στὸ τέλος ἔρχεται ἡ ἴαση. Ἡ ὅλη πορεία τῆς ψυχῆς στὴν ὕλη καὶ ἡ ἐπιστροφή της στὴν κοσμική της πατρίδα, τὸ Ἀγαθόν, συμβολίζεται μυστηριακὰ μὲ τὰ δάκρυα-θρῆνο τῶν θεῶν στὴν φάση τῆς γένεσης, τοῦ περιορισμοῦ τῆς ψυχῆς στὴν ὕλη, καὶ τὸ γέλιο τῶν θεῶν στὸ στάδιο τῆς ἀθανατοποίησης, τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης, τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Πρόκλος (Σχόλια εἰς τὴν Πλάτωνος Πολιτείαν, 1.128.8–10): «δάκρυα μὲν σέθεν ἐστὶ πολυτλήτων γένος ἀνδρῶν, μειδήσας δὲ θεῶν ἱερὸν γένος ἐβλάστησας» «δάκρυα δικά σου εἶναι τὸ γένος τῶν πολύμοχθων ἀνθρώπων, ἐνῷ γελῶντας δημιούργησες τὸ ἱερὸν γένος τῶν θεῶν». Εἴμαστε τὰ δάκρυά σου, Διόνυσε!