Ένας νέος άνθρωπος, στην αρχή της µεταπολίτευσης, αποφασίζει να σπουδάσει εκτός Ελλάδας, χωρίς να είναι προετοιµασµένος πνευµατικά και µαθησιακά, χωρίς οικονοµικές δυνατότητες και σε ηλικία που άλλοι βρίσκονται στο τέλος των σπουδών τους.
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, η διαφορετική νοοτροπία των κατοίκων του τόπου διαµονής, ο νέος τρόπος ζωής, αντί να τον αποθαρρύνουν, από την πρώτη µέρα γίνονται όχηµα εσωτερικών αλλαγών, νέων γνώσεων και βίαιων προσαρµογών στα δεδοµένα της πόλης και µια ονειρική περιπλάνηση στην ίδια την πόλη και τους κατοίκους της.
Γίνεται µάρτυρας µιας κοινωνικής και οικονοµικής µετάλλαξης που συγκλονίζει όλο το πολιτικό οικοδόµηµα της Ιταλίας. Παράλληλα εισβάλλει στη ζωή του η απλόχερη φιλία των κατοίκων της πόλης, που την αποδέχεται σαν την κορυφαία πράξη της παραµονής του, µαθαίνοντας πώς είναι η συνύπαρξη διαφορετικών ανθρώπων σε µια κοινή πορεία ζωής.
Βρίσκεται σε αντιπαράθεση µε το Θηλυκό, ως ερωµένη, ως φίλη, ως ανεκπλήρωτη επιθυµία, ως µάνα, ως αιώνιο αντίπαλο. Ανακαλύπτει έναν νέο κόσµο σε ό,τι βλέπει, ό,τι ακούει, ό,τι τρώει και ό,τι πίνει, απορροφώντας και αφοµοιώνοντας τις νέες επιρροές. Τέλος, φεύγει από την πόλη, όπως είχε αποφασίσει εξαρχής, αναγνωρίζοντας τη µοναδικότητα των στιγµών που έζησε.
Ποιος ονειρεύτηκε κόκκινα άγρια άλογα σε γαλάζιο λιβάδι να τρέχουν αράθυµα, να ’ναι µόνος σε γέφυρα πλοίου, µε µαύρη θάλασσα να τον κυκλώνει από παντού;
Ένα τεράστιο πλήθος αγριεµένων ανθρώπων να κάνουν επίθεση σε χειµερινά ανάκτορα, µια µαρµάρινη πλατεία γεµάτη άσπρα αγάλµατα και στη µέση ορχήστρα πολύχρωµη να παίζει ταγκό και βαλς;
Ακόµα και τώρα, µετά από τόσα χρόνια, τα βράδια, όταν διαβαίνω µε τα όνειρα την πόλη, δεν περπατώ, αλλά πετώ.