Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, στις όχθες του Σηκουάνα, μιλούσαν γαλατικά και λατινικά. Τον καιρό του Καρλομάγνου, άκουγες στο ίδιο μέρος να μιλούν λατινικά που είχαν αλλάξει πολύ, ή μια γερμανική διάλεκτο που τη λέμε ≪παλαιά φραγκονική≫ – αλλά τα γαλατικά είχαν εξαφανιστεί. Επί Ούγου Καπέτου (ο οποίος χρίστηκε βασιλιάς της Γαλλίας το 987), τα λατινικά είχαν γίνει αυτό που οι ρομανιστές αποκαλούν ≪τα αρχαιότερα γαλλικά≫, και πάει λέγοντας. Ότι οι γλώσσες εγγράφονται στην ιστορία μοιάζει αυτονόητο… κι ωστόσο, η ιστορία των γλωσσών σπανίως γράφεται.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να διακρίνουμε μια ≪εσωτερική≫ και μια ≪εξωτερική ιστορία≫. Η ≪εσωτερική≫ ιστορία μιας γλώσσας διηγείται την εξέλιξη της φωνητικής της, της μορφολογίας της, του συντακτικού της, του λεξιλογίου της, κ.ο.κ.: είναι δουλειά του γλωσσολόγου. Η ≪εξωτερική≫ ιστορία βλέπει τη γλώσσα σαν κοινωνικό φαινόμενο το οποίο συμμετέχει στη γενική ιστορία των λαών που τη μιλούν: είναι δουλειά του ιστορικού. Τέτοια είναι η περίπτωση αυτού εδώ του βιβλίου.
Έστω – όμως το πεδίο δεν είναι αχανές; Μια ιστορία των γλωσσών, δηλαδή όλων των γλωσσών, από καταβολής κόσμου; Σε έναν τόμο; Μας χρειάζονται όρια.
Το πρώτο είναι χρονικό: σε ποια εποχή πρέπει να αρχίσει η αφήγηση; Είθισται να θεωρούμε ότι η ιστορία με την αυστηρή έννοια ξεκινά με τα πρώτα γραπτά αρχεία πριν από 5.000 χρόνια περίπου. Στην πραγματικότητα, η διαχωριστική γραμμή δεν είναι ευδιάκριτη, είναι σαφές ωστόσο ότι η προέλευση των γλωσσών (και πολύ περισσότερο της γλώσσας ως τέτοιας), που είναι πολύ αρχαιότερη, δεν υπεισέρχεται στο πεδίο μας.
Το δεύτερο όριο πηγάζει από την πολλαπλότητα των γλωσσών, που σήμερα είναι γύρω στις έξι χιλιάδες. Οι περισσότερες δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ιστορικής αφήγησης διότι αγνοούμε το παρελθόν τους: αυτό ισχύει, λόγου χάριν για τις εκατοντάδες γλώσσες παπούα των οποίων η συστηματική μελέτη δεν άρχισε παρά μετά το 1950. Το βιβλίο λοιπόν εστιάζει στις γλώσσες που έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς ώστε να μπορούμε να διηγηθούμε την ιστορία τους.
Ακόμα κι έτσι, το έργο είναι μεγάλο. Αξίζει όμως τον κόπο να κάνουμε την απόπειρα, αρκεί να μείνουμε στην κεντρική ιδέα που ενέπνευσε τους Άτλαντες των λαών: να πληροφορήσουμε, να διαφωτίσουμε και να καθοδηγήσουμε τους αναγνώστες.