Στη χώρα του ποδοσφαίρου και των θλιμμένων κοριτσιών, ο Κόρτο αντιμετωπίζει την Αυτοκρατορία των τριών χιλιάδων μπορντέλων.
Η λέξη Τανγκό εμφανίστηκε πριν ακόμα κι από τον ίδιο τον χορό. Κατά τον προηγούμενο αιώνα, ο κόσμος έκανε λόγο κι έγραφε για το τανγκό αναφερόμενος σε τρία διαφορετικά πράγματα. Υπήρχε ο χορός των μαύρων σκλάβων που ονομαζόταν επίσης tambo, γιατί το ρυθμό του τον έπαιρνε από το τύμπανο. Το ισπανικό, ανδαλουσιάνικο, τανγκό το οποίο συναντάμε στις zarzuelas, εκείνες τις οπερέτες ή μουσικές κωμωδίες (όπως το La Revoltee) και τέλος, το τανγκό του Ριο Ντε Λα Πλάτα στα 1890.
Οι πρώτες μουσικές εκφράσεις του τανγκό προέρχονταν επίσης και από την κουβανέζικη habanra καθώς και από την κρεολή milonga (Gabino Ezeiza και Santillan). Μια άλλη επιρροή συνδέεται με το νέο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ιταλία το οποίο, αφού υπερπήδησε τις ξενόφοβες αντιδράσεις, κατάφερε να αναμιχθεί με το εγχώριο κρεολό στοιχείο, δίνοντας έτσι ζωή σε μια καινούργια αστική μουσική κουλτούρα: την ιταλική καντσονέτα. Για πολλούς είναι το αντίστοιχο της γαλλικής java musette, όμως αυτό είναι μάλλον απίθανο.
Το «Τανγκό» είναι ρομαντικό, σκοτεινό και διαπραγματεύεται μια ιστορία «λερωμένη» που πηγαίνει πίσω στον χρόνο. Το άλμπουμ διακατέχεται από έναν έντονο ερωτισμό, είναι γεμάτο σεξουαλικότητα και αργεντίνικο αέρα, χωρίς να γίνεται ούτε σε μια σελίδα χυδαίο. Είναι ένα νουάρ που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους αντιπροσώπους του είδους.