Το έργο της Hanna Segal, ειδικά πάνω στον συμβολισμό, την αισθητική και το όνειρο, καθώς και η έρευνά της για την ψυχωτική σκέψη, την καθιέρωσε ως εξέχουσα μορφή της ψυχανάλυσης, ιδιαίτερα στην ψυχανάλυση κλαϊνικής παράδοσης. Στο έργο της Όνειρο, φαντασίωση και τέχνη επεξεργάζεται ξανά τις απόψεις της πάνω στα θέματα αυτά και τα ζωντανεύει μέσω μιας νέας απαρτίωσης, που τη συνδέει εκ νέου με το έργο του Freud, της Klein και του Bion. Σε όλη την έκταση του βιβλίου οι κλινικές περιγραφές που έξοχα έχει επιλέξει προβάλλουν τη θεωρία, διερευνώντας τη φαντασία και αποτυπώνοντας ξεκάθαρα ακόμα και την πιο δύσκολη έννοια στον νου του αναγνώστη. Μέσω μιας δημιουργικής αλληλεπίδρασης, η θεωρία και τα κλινικά παραδείγματα συνδυάζονται και εφαρμόζονται ώστε να συγκροτήσουν τις νέες και πρωτότυπες θεωρίες της συγγραφέως για την τέχνη και την αισθητική.
Το βιβλίο ξεκινά με τη θεωρία των ονείρων του Freud, ζωηρά εκφρασμένη με κλινικό υλικό της ίδιας της Segal. Στη συνέχεια προχωρά σε μια συζήτηση πάνω στην έννοια της φαντασίωσης, όπως χρησιμοποιείται από τον Freud και την Klein, και τη σχέση της με τα όνειρα και τη σκέψη. Ακολουθεί αναφορά στη σκέψη βασισμένη στην καταλυτική εργασία της Segal «Σημειώσεις για τον σχηματισμό συμβόλων» (1957), την οποία και αναπτύσσει περαιτέρω συνδέοντάς τη με το έργο του Bion. Στη συνέχεια εξετάζονται, πάλι με πειστικά παραδείγματα, παθολογικές πτυχές του ονείρου, που προκύπτουν όταν αποτύχει η συμβολική σκέψη. Τέλος, στα δύο τελευταία κεφάλαια, η Segal επιστέφει σε ένα από τα πρώτα και τα πιο σταθερά ενδιαφέροντά της –την τέχνη, την αισθητική, και τη φαντασία– αναδεικνύοντας, με πρωτότυπο αλλά και ευαίσθητο τρόπο, τη σχέση ανάμεσα στην «αληθινή» και την «αποτυχημένη» τέχνη.
Όπως αναφέρει η Betty Joseph στην εισαγωγή της, η γραφή της Segal, και ιδιαίτερα σε αυτό το βιβλίο, συνεισφέρει σημαντικά στον εμπλουτισμό της ψυχανάλυσης, όχι μόνο με τη διαύγεια και την οξυδέρκεια της σκέψης της αλλά και λόγω του βάθους και του εύρους των ενδιαφερόντων της και της κλινικής της δημιουργικότητας.