Η γιαγιά Προκομμένη ζει ολομόναχη σ’ ένα σπιτάκι έξω από την πόλη, στην αρχή ενός μεγάλου δάσους. Η αγαπημένη της συνήθεια είναι να φτιάχνει πεντανόστιμα γλυκά και πίτες, που οι μυρωδιές τους κάνουν όλα τα παιδάκια να έρχονται στην αυλή της κι εκείνη να τους τα μοιράζει. Όμως όταν εκείνα φεύγουν, η μοναξιά της είναι μεγάλη. Ένα απόγευμα, καθώς ετοίμαζε μπισκοτάκια, αποφάσισε να πλάσει δύο τεράστια μπισκότα που είχαν την μορφή ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού, τα έψησε και τα στόλισε. Ήταν τόσο όμορφα που και τους έδωσε ονόματα, Ζαχαρένιος και Ζαχαρούλα και ευχήθηκε να είχε δικά της παιδάκια. Εκείνο το βράδυ, η νεραιδούλα του δάσους, που έκανε όπως πάντα τον περίπατό της, πετούσε πάνω από το σπιτάκι και καθώς ήταν αφηρημένη, τράκαρε με μια κουκουβάγια και το μαγικό της ραβδάκι έπεσε από τα χέρια πάνω σ’ ένα βράχο. Τότε τσαφφφφφ, μια λάμψη, ξέφυγε και έπεσε πάνω στην πιατέλα με τον Ζαχαρένιο και Ζαχαρούλα που άνοιξαν τα καραμελωμένα μάτια τους και κατάλαβαν πως ήταν μπισκότα που το πρωί θα τα έτρωγαν τα παιδάκια. Αυτό τα κατατρόμαξε. Έπρεπε κάτι να κάνουν, να φύγουν από εκεί. Να πάνε όμως πού; Το δάσος ήταν γεμάτο άγρια ζώα.