ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η ενασχόληση με το παρελθόν της κάθε κοινωνίας, δεν είναι μια απλή καταγραφή εννοιών, καταστάσεων και πραγμάτων, που ανασύρονται στην επιφάνεια, σαν απλός προσδιορισμός και σημείο αναφοράς συγκεκριμένων εποχών, ούτε ένα ρέκβιεμ αξιομνημόνευτων γεγονότων και πράξεων, προς χάριν της συλλογικής ιστορικής μνήμης, αλλά είναι ένα αέναο γίγνεσθαι, με πρωταγωνίστρια την ίδια την κοινωνία, είναι μια βουτιά στην ιστορική διαδρομή του κάθε τόπου, έτσι όπως αυτή βιώνεται, ή παραδίδεται από γενιά σε γενιά, με όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν αυτό το μπουκέτο, που ονομάζουμε ταυτότητα της κάθε περιοχής.
Για τα χωριά της Λευκάδος, το πέρασμα των αιώνων, έχει να παρουσιάσει όλα εκείνα τα στοιχεία που κατατείνουν, από την μια πλευρά, στην διασφάλιση του επιούσιου, αλλά θεμελιώνουν, συγχρόνως, και έναν εκλεπτυσμένο λαϊκό πολιτισμό, μέσα από δραστηριότητες και ενέργειες τέτοιες, που ορθά τον αναδεικνύουν σαν πρωταγωνιστή, μέσα σ’ αυτόν τον πολύμοχθο και πολυκύμαντο βίο, που σε τελική ανάλυση είναι η ίδια η ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, ενώ το άθροισμα της αχαλίνωτης μνήμης, μπορεί να περνά, αυτές τις πτυχές και τις εκφάνσεις, στις κατοπινές γενιές, στοχεύοντας, όχι απλά σε μια νοσταλγική αναδρομή, αλλά, σε μία εποπτική και κριτική θεώρηση της παραδοσιακής και ιστορικής εμπειρίας, η οποία αποτελεί, εν τέλει, ουσιαστική προσφορά παίδευσης των επιγόνων, στην αδιάλειπτη πορεία της ζωής.
Η προσπάθειά μου, με τούτο το ταπεινό πόνημα, μακριά από μένα κάθε οιηματική έξαρση ή σύγκριση, αφού γνωρίζω καλά το τιτάνιο έργο του «πατριάρχη» της Λευκαδίτικης λαογραφίας και παράδοσης, του Πανταζή Κοντομίχη, είναι μια περιγραφική και απλοϊκή επιστράτευση των παιδικών μου αναμνήσεων και συντίθεται, εξ ολοκλήρου, από βιωματικά στοιχεία και μόνο, όσα έζησα και άκουσα κοντά στους ξωμάχους γονείς μου, Σοφοκλή και Πολυξένη, χωρίς να υπεισέρχεται πουθενά αφήγηση τρίτων, ή έτερος εξωγενής παράγοντας, ή σχετική βιβλιογραφία, στοχεύει δε στο να παρουσιάσω και να αναδείξω όλα τα ανωτέρω σημαντικά δομικά υλικά στοιχεία, όπως πρωτογενώς τα βίωσα, μαθητής του Δημοτικού Σχολείου την δεκαετία του 1960 και πέρασαν στην μνήμη μου, στοιχεία που συνέθεσαν την ζωή του Λευκαδίτη χωρικού, κατά το παρελθόν, έτσι όπως αυτά παραδόθηκαν, από γενιά σε γενιά, μέχρι, σχεδόν, την δεκαετία του 1980.
Διότι, αυτή η χρονική περίοδος, περίπου, προσδιορίζεται σαν αφετηριακή αλλά και κομβική, αφού, έκτοτε, φαίνεται να εισερχόμαστε σιγά-σιγά, και στην Λευκάδα, στην εποχή της νέας τεχνολογίας, η οποία ανέτρεψε τα πάντα και εισήγαγε την κοινωνία σε έναν άλλο κόσμο επιτευγμάτων, μετασχηματίζοντας, αυτή την μικρή κοινωνία των χωριών μας, σε ανοιχτό πεδίο επιρροών και απόψεων, που οδήγησε σταθερά και με τα θετικά, αλλά και με τα αρνητικά της στοιχεία, στην σημερινή ομογενοποιημένη κατάσταση, που εμφαντικά την αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση.
Σ’ αυτόν τον νέο κόσμο, που, σχεδόν, ευθυγραμμίζεται ολόκληρος στον κυνήγι του ευδαιμονισμού, έρχεται το παρελθόν, μέσα από τέτοιες προσπάθειες, πιστεύω, για να δώσει όλα εκείνα τα συγκριτικά στοιχεία, που οδηγούν στον μέσο όρο του αφηγήματος της ζωής. Στην προσπάθειά μου αυτή, θα χρησιμοποιήσω αυτούσιο το λεξιλόγιο και την ντοπιολαλιά, για τις διάφορες ονομασίες, που, ευνόητο είναι, να διαφέρουν, μερικές, σε κάποια χωριά, ένα λεξιλόγιο έτσι όπως το βίωσα και το άκουσα, πρωτογενώς, στο χωριό μου, το Πινακοχώρι των Σφακιωτών.
Η οικοτεχνία, η χειροτεχνία, οι ασχολίες, οι καλλιέργειες, το εμπόριο, οι κατασκευές και τα φαγητά του Λευκαδίτη χωρικού, αλλά και η χρήση της Λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς, είναι τα στοιχεία που θα πραγματευτεί η παρούσα εργασία, στοιχεία τα οποία δεν είναι απλά εργαλεία για την επιβίωση και μόνο , αλλά εμπεριέχουν και υψηλά δείγματα πολιτισμού και χαρακτηριστικής κουλτούρας, η οποία προσδίδει στα χωριά της Λευκάδος την ειδοποιό εκείνη διαφορά που συνθέτει, σε τελική ανάλυση, συνολικά τον Λευκαδίτικο λαϊκό πολιτισμό.
Η κατασκευή των σπιτιών και τα τρεμέτζα, το σύρσιμο των σπιτιών, η κατασκευή των αχουριών, του κάτοικα, του φούρνου, της καλύβας του ξεμόνιου, της στέρνας, του πηγαδιού, του μπλοκού, του ξυλοκάμινου, του ασβεστοκάμινου, των λιτροβιών, των λιθιών, των αμπελώνων, των λιοστασιών, των οβορών, των λούρων του τινάγματος των ελιών, των κρεβατιών, των καβαλέτων, των παγερίτσων, των σιδερικών, των βαενιών, του τάλαρου, της πύλας του λαδιού, του αλατολόγου, των κοφινιών, των δικριανιών, της σίτας, των κόσκινων, της μαλάθας, της πινακωτής, των ανεμόμυλων, των νερόμυλων, το σχίσιμο και το στάφνισμα των κυπαρισσιών, ο αργαλειός, τα διασίδια, η ανέμη, το ανεμίδι, τα μασούρια, η κατασκευή των χοντροσκουτιών, η επεξεργασία των τομαριών των ζώων για οικιακή χρήση, η δημιουργία των ασκιών, η κατασκευή του σαπουνιού, οι βαφές των ρούχων και το γκράνο, το πλέξιμο με βελόνες και αγκιρίδι, το προζύμι, η κατασκευή του ψωμιού, η μουστόπιτα, το πεκιμέζι, η λαδόπιτα, το αλάτισμα της σαρδέλας, η κατασκευή της μαζλίκας και σφήνας του τυριού, η κατασκευή του τραχανά, το τμάτσι, η μπαζίνα, η καγιανή, η ανεβατή, το κοφίσι, η ρυζόπιτα, τα σπερνά, η κλούρα της Αποκριάς, και άλλα χαρακτηριστικά λευκαδίτικα φαγητά του παρελθόντος, το καλάγλισμα των αγγείων, το τέκιασμα του σανού, η επεξεργασία του λιναριού, το κέντρωμα των δένδρων, το μάζεμα των ελιών, το όργωμα και η σπορά, τα αλώνια, το θέρισμα των σπαρτών, ο τρύγος, η κατασκευή των λυχναριών και των φιτιλιών, το καλίγωμα των αλόγων, η κατασκευή σαμαριών, το κούρεμα των προβάτων, η επεξεργασία του μαλλιού, είναι οι κατασκευές, οι ασχολίες, οι οικοτεχνίες, οι χειροτεχνίες και το εμπόριο του Λευκαδίτη χωρικού, που θα αναβιώσουν, μέσα από τις σελίδες του παρόντος βιβλίου, σε πιστή απόδοση και περιγραφή, που διασφαλίζει, φρονώ, η βιωματική μου αντίληψη και καθημερινή τριβή, στοιχεία που μου προσπόρισαν η αρωγή και πρωτογενής συμμετοχή μου στον τίμιο αγώνα των ξωμάχων συγχωριανών και γονιών μου.
Όλα τούτα και άλλα πολλά, που, ο συσχετισμός των γεγονότων και των παραστάσεων, καθώς και η αναμόχλευση της μνήμης, θα μου φέρουν στο προσκήνιο του νου, θα μπούνε ταξινομημένα και με πλήρη αναλυτική περιγραφή, στο σαγηνευτικό, θέλω να πιστεύω, κάδρο της ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ…
Λευκάδα Ιανουάριος 2015
Θοδωρής Γεωργάκης – Παποράκης