Οι Πράξεις των Αποστόλων αποτελούν τερµατικό σταθµό µιας ποιητικής κυοφορίας τριάντα ετών. Ο ποιητής διακρίνει πρωταρχικά στοιχεία της ζωής και της ύπαρξης. Επιστρέφει στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων για να διαπιστώσει πως «Σε αυτόν τον κόσµο είναι όλα τόσο τακτοποιηµένα/ Τόσο εξασφαλισµένο ότι ο σπινθήρας δεν θα βάλει φωτιά/ Η επανάσταση έχει τόσο πολύ αντιγράψει τη συντήρηση/ Τα πνευµατικά δικαιώµατα του επιτηρούµενου καταλήγουν/ Απρόσκοπτα στην τσέπη του επιτηρητή…».
Ο ποιητής εξεγείρεται ενάντια στην τακτοποιηµένη σκέψη και τις αδιαβάθµητες φιλοδοξίες. Η ποίησή του δεν παραµερίζει για να περάσει η πραγµατικότητα. Γνωρίζει πως «Ικανοποιώντας το ανικανοποίητο το καταστήσαµε αδηφάγο/ Στο οικοδόµηµα της Βαβέλ το ρετιρέ περιζήτητο/ Η εργαστηριακή αλαζονεία πειραµατίζεται/ Το ποντίκι της υπεροψίας βρυχάται/ Ξανανοίγω το µαραγκούδικο του Νώε και µαζεύω ξυλεία…».
Ταξιδεύοντας µε την κιβωτό των λέξεων, ο Ι.Π. µας παρέχει τη συνταγή της αισιοδοξίας του. «Στην αιώνια νύχτα κάποιος ανακατεύει την κοσµική σούπα/ Τα ερωτήµατά µου αναζητούν το ιερό κοχλιάριο/ Με το δικαίωµα της δοκιµής αφήνω άδειο το τσουκάλι».
Θα µπορούσε δηλαδή η ποίηση να τέρψει και τον ουρανίσκο; Γιατί όχι; Ο Ι.Π. µας βεβαιώνει άλλωστε ότι «Οι λέξεις µου αλέθονται µε τον καιρό και θυµίζουν/ Φρουτόκρεµα για βρέφη που θα µε διαβάσουν στο µέλλον».