Σ` εκείνο το χωράφι με τα σπαρτά όταν έπεφτε η νύχτα κάναμε όνειρα κάτω από το φεγγάρι πάνω σε ένα σεντόνι που έφερνε η Μαρία από το σπίτι της. Εκεί μετρούσαμε τα άστρα και εκεί αγκαλιάζαμε το φεγγάρι της σιωπής, της σοφίας και της ομορφιάς. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά το γυμνό σώμα της Μαρίας να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου και εγώ γαντζωμένος πάνω του να ταξιδεύω στη γαλήνη μιας απέραντης θάλασσας. Εκεί πάνω στα σπαρτά που είχαν στεγνώσει και τρυπούσαν απαλά το σώμα μου, έγινα ολόκληρος και ευτυχισμένος. Και εκεί έθαψα τις πικρές νύχτες και τα ξενυχτισμένα δάκρυά μου.