Μετά το επεισοδιακό του διαζύγιο και στα σαράντα δύο του χρόνια, ο Στράτος Αχτίδης επιστρέφει στο πατρικό του για να συγκατοικήσει με τη μάνα και τον επίσης διαζευγμένο αδερφό του.
Ταπεινωμένος και αποκομμένος από οικογένεια και φίλους, πίνει ανεξέλεγκτα και αναπολεί τα παλιά: τη δουλειά του στην οικοδομή, τον γάμο του με τη Σωτηρία και τα παιδιά τους, τα ξένοιαστα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας και τα γλέντια, την εξωσυζυγική του σχέση και το τέλος της, τα χρόνια της ανεργίας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την εξάρτησή του από το αλκοόλ, το ιδιόκτητο πλυντήριο αυτοκινήτων Tsunami και την οικονομική καταστροφή και, τέλος, το μπλέξιμό του με τους «καθαρόαιμους Έλληνες».
Μέσα από τη δράση και τις αναμνήσεις του περιγράφεται η Ελλάδα της ευημερίας των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και κατόπιν της οικονομικής κρίσης και αναδύονται ερωτήματα όπως: Είναι η βία, οι διακρίσεις και ο ρατσισμός επακόλουθα της οικονομικής κρίσης ή είναι συστατικά της εδραιωμένης κοινωνικής ζωής, που βρίσκουν την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια με αφορμή τη συγκυρία; Είναι πιθανή η αντιστροφή της ροής των πραγμάτων ή η κοινωνία μας θα αναγκαστεί αργά ή γρήγορα να ξαναζήσει την ιστορία της;