Τα διηγήματα αρμολογούνται από όλα εκείνα τα πράγματα, που, ενώ δεν μπορούμε να τα ονομάσουμε, τ’ αναζητούμε για να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε τις αιτίες της απουσίας τους· πράγματα, που όσο να τ’ αναζητούμε, μας διαφεύγουν και εμφανίζονται μπροστά μας μόνο όταν καθίσουμε για λίγο παράμερα για να παρατηρήσουμε όχι τα μεγάλα και τα σπουδαία, αλλά τα μικρά και τα όμορφα, όπως τον ήρεμο κυματισμό της θάλασσας μια βραδιά του καλοκαιριού, το βουητό της μέλισσας πάνω απ’ το θυμάρι ή τις μυρωδιές της άνοιξης στο ξεκίνημα μιας καινούργιας ημέρας.
«Έτσι όπως την κοιτούσε, φοβήθηκε ότι γυρνώντας θα τον καταλάβαινε, ένιωθε πολύ χαζός, σαν πιτσιρικάς, που δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από το κορίτσι στο μπροστινό θρανίο, όμως του ήταν αδύνατον να πάψει να την κοιτάζει, τα πάντα γίνονταν τόσο γρήγορα και όταν γύρισε, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν κι εκείνη τη στιγμή, μεταξύ του πριν και του μετά, αισθάνθηκε ότι δεν υπάρχει παρόν, αλλά μόνο μία αίσθηση του παρόντος, αφού τίποτα δεν ήταν ικανό να περιγράψει ένα συναίσθημα μέσα του που εκτεινόταν πολύ πιο πέρα και πολύ πιο ψηλά από ό,τι θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα ασφυκτικά όρια ενός καθημερινού, τετριμμένου παρόντος.»