Μέσα στο μισοσκόταδο και τη βαβούρα των μεθυσμένων διέκρινε τη μοναδική ήρεμη φιγούρα, μια Ινδιάνα που στεκόταν δίπλα στο σπινθηροβόλο τζουκμπόξ. Είχε στραφεί προς τη μεριά του, ένα μεγάλο, περήφανο αλλά και κάπως περιπαικτικό πρόσωπο, κι αυτή ήταν η μοναδική φορά που χόρεψε με κάποιον μέσα στο νταβαντούρι ενός τζουκμπόξ. Παραμέρισαν ακόμα κι όσοι συνήθως κάνουν αμάν για καυγά, λες κι αυτή η γυναίκα, παρότι νέα ή μάλλον δίχως ηλικία, ήταν η γηραιότερη εκεί μέσα. Αργότερα βγήκαν μαζί από μια πίσω πόρτα στην παγωμένη αυλή όπου ήταν παρκαρισμένο το τζιπ της, στα πλαϊνά παράθυρα ζωγραφισμένα τα περιγράμματα των πεύκων της Αλάσκας σε μια άδεια λίμνη· χιόνιζε. Από απόσταση, χωρίς να έχουν αγγίξει ο ένας τον άλλο, παρά μόνο επιπόλαια χορεύοντας, του ζήτησε να πάει μαζί της, είχε ψαράδικο με τους γονείς της σ’ ένα χωριό κάπου μετά το Κουκ Ίνλετ. Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως επιτέλους μια φορά στη ζωή του ήταν εφικτή μια απόφαση που δεν την είχε φανταστεί αυτός μόνος του, αλλά κάποιος άλλος.
Θα μπορούσε κανείς μέσα στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων του 1989 που άλλαζαν μέρα με τη μέρα τον κόσμο μας να αποσυρθεί σε μια άκρη και να αφοσιωθεί σε ένα «τόσο εξωπραγματικό αντικείμενο σαν το τζουκμπόξ»; Τότε ακριβώς ο Πέτερ Χάντκε βρήκε σε ένα ξενοδοχείο της ισπανικής πόλης Σόρια τις προϋποθέσεις για αυτή τη φαινομενική αναχώρηση. Μαζί του είχε μόνο τα μόνιμα σύνεργα της γραφής: φύλλα χαρτί, μολύβια, γομολάστιχες.
Με αφορμή απόμερα και συχνά αχρησιμοποίητα πια τζουκμπόξ ξετυλίγει στα μάτια του αναγνώστη απρόσμενα εξωτερικά και εσωτερικά τοπία. Σπάνια η περιγραφή μιας τοποθεσίας, μιας πόλης, μιας κουλτούρας συνδυάζεται τόσο καίρια με την εσωτερική αναδίφηση. Σ’ αυτό το αφήγημα ο κόσμος και ο ψυχισμός συναντώνται σε μια δυσεύρετη ισορροπία. Και πανταχού παρόν το ανομολόγητο αίτημα αυτής της σχεδόν βασανιστικής πρόζας: η ανθρώπινη επαφή, η οικειότητα, η αγάπη.
Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό.
Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορούν Η μεγάλη πτώση, Η ανέμελη δυστυχία, Η δεύτερη μάχαιρα, το Δοκίμιο για τον μανιταρομανή και το Δοκίμιο για το τζουκμπόξ. Θα ακολουθήσουν τα: Δοκίμιο για το αποχωρητήριο,Περί κοπώσεως και Περί επιτυχημένης μέρας.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.