Τη βρήκαμε να μαλώνει με τα κοράκια και να τα καταριέται: « - Να φάτε το κεφάλι σας... τί φωνάζετε και κράζετε μωρέ μυριόρημα, που δεν τραβιέστε απ΄ εδώ! Τί μαντεύετε, εδώ δεν έμεινε κανένας! Τι κράζετε και κράζετε, εμείς κορακιάσαμε οι ίδιοι ...!».
Δυο κατάμαυρα κοράκια γυρόφερναν πάνω από το σπίτι και την αυλή της νοικοκυράς που φώναζε και μάλωνε. Έκαναν μεγάλους κύκλους στον ουρανό, κατέβαιναν πιο χαμηλά και ξανά κράζαν, κράααάξ κράααάξ, κράααάξ!
Η γριά, ανήσυχη, προσπαθούσε να τα διώξει, να τα απομακρύνει, φωνάζοντας και χουγιάζοντας με το κεφάλι της ψηλά, προς τον ουρανό, παρακολουθώντας τις κινήσεις τους. Οργισμένη, φώναζε:
« - Να φάτε το κεφάλι σας, λέω... εδώ ερήμωσε ο τόπος μωρέ μυριόρημα, μας έφαγε η λυκουνιά και τα όρνια... ήρθατε κι εσείς τώρα! Τα έρημα, τα σκοτεινιασμένα που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Είχα και κάτι ρίθια, μου τα πήραν ένα – ένα... Έλα τώρα ν’ αφήσεις το σπίτι σου μόνο του, με τα κοράκια και να φύγεις για την Αθήνα. Μωρέ, που εδώ θα λαλήσουν κοράκια, το ξέρω καλά εγώ, αλλά όχι όσο είμαι ζωντανή!...»