Και τότε σφαλούσε τα μάτια του και παραδινότανε σε φαντασίες, πως είτανε τάχα οι δυο τους με την Πολυξένη σε κήπους λουλουδένιους, και τον έπαιρνε κείνη στην αγκαλιά της και τονε κουβαλούσε μέσα-μέσα από τα λουλούδια, και τον έσφιγγε –κι άνοιγε μια τα μάτια του και την έβλεπε κοιμισμένη, και δυνάμωνε την αισθητική του με την όψη της, και πάλε τά ’κλεινε τα μάτια του, για να συνεχίσει τις φαντασίες του, πως πλάγιαζαν κοντά-κοντά, έτσι καληώρα που είτανε και τώρα πλαγιασμένοι.