Το βιβλίο αναπτύσσει μια κλινική και μια θεωρία του πένθους, με αφετηρία μία ιδιαίτερη απώλεια: εκείνη των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή του 1974. Η συγκρότηση της υπόθεσής τους σε ένα αδύνατο πένθος για τους συγγενείς τους εδράζεται σε ένα κοινωνικό βάθρο και σε μια πολιτική επιλογή, που καθιστούν την συλλογική προσπάθεια διεργασίας της απώλειας, η οποία υπερβαίνει εκείνη των αγνοουμένων, αδύνατη. Αφορά στην επιβίωση και το μέλλον της χώρας. Ωστόσο, το βιβλίο δεν περιορίζεται στη μελέτη της κοινωνικά και πολιτικά περιπεπλεγμένης αυτής απώλειας. Πρόκειται για μια ευρύτερη ψυχαναλυτική και ανθρωπολογική προσέγγιση που επιχειρεί να συμβάλει στην ανάδειξη ανεπίγνωστων κοινωνικών και ασυνείδητων ψυχικών διεργασιών που μετέχουν της ιστορικής αιτιότητας και της πολιτισμικής εξέλιξης. Υποστηρίζεται η υπόθεση ότι η ψυχική οργάνωση, η δομή και οι διεργασίες του ατομικού υποκειμένου, πολύ περισσότερο οι οδύνες του, δεν μπορούν να κατανοηθούν ικανοποιητικά, ακόμη λιγότερο να ανακουφισθούν, παρά μόνο αν συσχετισθούν με το περιεχόμενο και τη λειτουργία που λαμβάνουν για άλλα υποκείμενα και αν ενταχθούν στα πλαίσια μέσα στα οποία τα υποκείμενα εγγράφονται ως συγκροτούμενα και ταυτόχρονα ως συνιστώντα στοιχεία και κρίκοι ενός ιστορούμενου πολύ-υποκειμενικού συνόλου.