Ενώ έγραψε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες και πέθανε πριν τα εικοστά τέταρτα γενέθλιά του, ο Μπύχνερ χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι. Ανάμεσα στους επαναστάτες του καιρού του ήταν ένας φιλόσοφος, ανάμεσα στους επιστήμονες ήταν επαναστάτης, ανάμεσα στους φιλόσοφους ήταν καλλιτέχνης. Ο Μπύχνερ όχι μόνο βίωσε μία εποχή ζόφου και καταιγιστικών αλλαγών, αλλά αποφάσισε να εμπλακεί μ’ αυτήν με αμέριστη ειλικρίνεια σε κάθε επίπεδο – ιδεολογικό, πολιτικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, προσωπικό. Κι ενώ η πλειοψηφία των συγχρόνων του κινούνταν στα κλειστά σχήματα του ρομαντισμού και του ιδεαλισμού, αυτός εργαζόταν για να φωτίσει τις αντιφάσεις που συγκροτούν την πραγματικότητα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που μοιάζει τόσο σύγχρονος σήμερα. Δεν είναι πολλοί οι συγγραφείς που τα γραπτά τους διαβάζονται σε περισσότερες από 40 γλώσσες και τα θεατρικά τους έργα συνεχίζουν να παρουσιάζονται ανά τον κόσμο, δύο αιώνες μετά τη γέννησή τους.
Αντικαθιστώντας τα διδάγματα με ερωτήματα, δημιούργησε έργο μικρής έκτασης και μεγάλου βάθους, που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς σχεδόν για κάθε θεατρικό είδος που ακολούθησε: το ψυχολογικό, το ρεαλιστικό, το νατουραλιστικό, το εξπρεσιονιστικό, το σουρεαλιστικό, το επικό, το λυρικό, το παράλογο, το θέατρο της σκληρότητας, το θέατρο ντοκουμέντο, το μεταμοντέρνο θέατρο. Στη θεατρική γραφή του Μπύχνερ θα βρούμε κινηματογραφική αφήγηση και πρακτικές του θεάτρου-verbatim, στη λογοτεχνία του τους σπόρους του μοντερνισμού, στις ψυχογραφίες του εκφράσεις του ασυνείδητου, στη σκέψη του ανησυχίες περί βιοπολιτικής και στη δράση του αντικαπιταλιστικά προτάγματα, παρότι όλες αυτές οι έννοιες ήταν άγνωστες στην εποχή του. Εργαζόταν στο απόγειο του ρομαντισμού, όμως τα έργα του μοιάζουν φτιαγμένα στο μέλλον.
Πέρα από τη λογοτεχνία του, ο Μπύχνερ άφησε και μια κληρονομιά ως πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης, κάποιος που μαζί με πολλούς άλλους έψαχνε έναν δρόμο προς την κοινωνική δικαιοσύνη. Η ανάπτυξη του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού, η πάλη των ευρωπαϊκών ηγεμονιών για επικράτηση, η αναζήτηση επαναστατικών προοπτικών από τη φτωχοποιημένη πλειοψηφία, η κρατική βία και η καταστολή συνθέτουν το πλαίσιο στο οποίο έζησε ο συγγραφέας. Ο κόσμος αλλάζει, τα κράτη αποκτούν νέο χαρακτήρα και οι πληθυσμοί επανεξετάζουν την ταυτότητά τους, ενώ στη Γερμανία, προκειμένου οι αλλαγές αυτές να πάρουν τροπή αντίθετη από αυτήν που πρότεινε η Γαλλική Επανάσταση, οργιάζει το κράτος καταστολής. Ο Μπύχνερ διώκεται από τις αρχές, βλέπει τους φίλους του να συλλαμβάνονται, να βασανίζονται και να πεθαίνουν, και τελικά καταφεύγει στην αυτοεξορία. Λόγω των ακραίων αυτών συνθηκών, εργάζεται με μεγάλη αίσθηση του επείγοντος και σε λιγότερο από μια πενταετία ολοκληρώνει τέσσερα σπουδαία έργα, καθένα σε άλλο ύφος και με άλλο θέμα. Την ίδια περίοδο αλληλογραφεί με μια σειρά από πρόσωπα: την οικογένεια, την αγαπημένη του, φίλους και συνεργάτες.
Η θέση του καλλιτέχνη ως ενεργού υποκειμένου σε μια εποχή πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και ο ρόλος της τέχνης στην επανεξέταση και συνδιαμόρφωση της πραγματικότητας είναι ερωτήματα που απασχολούν τον Μπύχνερ. Η αμεσότητα και ενίοτε η λαϊκότητα της γλώσσας του, που στην εποχή του ήταν μάλλον σοκαριστική, σήμερα ηχεί απολύτως σύγχρονη. Λέει ο Λεζάντρ, στο Ο Θάνατος του Δαντόν: «Κάποιοι φορούν μεταξωτά, πηγαινοέρχονται με άμαξες, στρογγυλοκάθονται στα θεωρεία και μιλάνε σαν το λεξικό της Ακαδημίας». Και τα πλήθη τού απαντούν: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι κιόλας νεκροί. Η ίδια τους η γλώσσα τούς αποκεφαλίζει». Συχνά ο Μπύχνερ γίνεται καυστικός, ή, κατά το παράδειγμα του Σαίξπηρ που τόσο αγαπούσε, γράφει για κάτι και μαζί γράφει για το πώς να γράφει κανείς. Μια τέτοιου είδους «σκηνή μέσα στη σκηνή» υπάρχει εγκιβωτισμένη σε όλα του τα έργα. Φόρμα και περιεχόμενο, τέχνη και ζωή είναι για κείνον υφασμένα μαζί.