Το παρόν δοκίμιο επιχειρεί να οριοθετήσει το στάτους της λογοτεχνικής νεκρής φύσης ως τόπο «στενής ανάγνωσης», ως εστίαση στο κείμενο (είναι σημείο προσήλωσης του αναγνώστη μπροστά σε σταθερά πράγματα, σημείο που συγκεντρώνει και εστιάζει την προσοχή του) και ως κείμενο της εστίασης (τα οικεία και οικιακά αντικείμενα). Η νεκρή φύση είναι επίσης τόπος του πεζού, του ασήμαντου και του οικείου, τόπος μιας γοητείας-αποστροφής σε σχέση με την ανταγωνιστική εφευρετικότητα του κιτς και του υποκατάστατου, τόπος ενός προβληματισμού για την τάξη και την αταξία του κόσμου, τόπος του δισταγμού ανάμεσα στη διεύρυνση της λίστας και την εστίαση στη «λεπτομέρεια»· τόπος εκδήλωσης μιας συγκεκριμένης ειρωνείας, τόσο μοντέρνας όσο και αντι-μοντέρνας, για την ομορφιά ορισμένων ετερόκλητων συναντήσεων και αταίριαστων ασήμαντων αντικείμενων.