ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ. Στο στενό στήθος του χώραγε ο κόσµος. Οι µαλακές παλάµες του κρατούσαν το µήλο της οικουµένης, το σκληρό και βαρύ. Τα µάτια του θάλασσα. Με την αλµύρα του παντοτινού χρόνου. Μίσχοι τα πόδια του, για τον ουράνιο θόλο. Το κέντρο της γης, εκεί στη µέση του δρόµου. Στη σκόνη και τη λάσπη. Χθόνιος. Γι’ αυτόν έλαµπε ο ήλιος. Οι αχτίδες διήνυαν έτη φωτός για την άλω. Γι’ αυτόν έλεγαν τα παραθυρόφυλλα, τα κλειστά, του χωριού. Γι’ αυτόν ο αέρας έσπρωχνε τα νέφη, ζωντανή ζωγρα - φιά που ολοένα άλλαζε σχήµατα. Ήταν καταµεσήµερο κι όλοι είχαν κρυφτεί. Σε κάποια πρόσκαιρα όνειρα. Αυτός ακίνητος, και γύρω του κινούνταν οι πλανήτες. ∆ύσκολο να πεις πού κοίταζε. Μήπως δεν κοίταζε; Μήπως είχε άδειο το βλέµµα, σαν τα αγάλµατα; Από µόνη της, η µικρή µορφή, εξέπεµπε µια τροµακτική ενέργεια. Μαγνήτης, που τον κόσµο δηµιουργεί και τον κόσµο µπορεί να καταπίνει. Σε µια ερεβώδη οπή.