«... Η ανάμνηση της παλιάς της συνεδρίας με την αναλύτριά της της έφερε ένα περίεργο συναίσθημα ανησυχίας και μοναξιάς. Γδύθηκε, έπεσε πάλι στο νερό, στηρίχτηκε με την πλάτη και τους αγκώνες στο τοιχάκι της πισίνας και κοίταξε μακριά προς το πέλαγος και γύρω της: το αεράκι κουνούσε τις βουκαμβίλιες και στο βάθος τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια τής ξανάδωσαν ένα αίσθημα ασφάλειας και πίστης στη ζωή και την ομορφιά. Χαμογέλασε. Δυο τρεις σφήκες είχαν μαζευτεί και έπιναν νερό λίγο πιο πέρα, τα τζιτζίκια τα αισθανόταν μέσα στο κεφάλι της. “Τι ωραία η ευτυχία, αποδέχεσαι ακόμα και τη σχετικότητα της τελειότητας μια τέτοια μέρα, χωρίς πόνο” σκέφτηκε. ...»