Ένα κορίτσι σ’ ένα νησί. Το νησί είναι περιτριγυρισμένο από γαλάζιες ακτές και χρυσαφένιες παραλίες∙ όμως το κορίτσι δε γίνεται να πλατσουρίσει σε όλες τις θάλασσές του ούτε να παίξει σε κάθε του αμμουδιά. Γιατί κάποιο καλοκαίρι τα νερά του νησιού ξέβρασαν καράβια εχθρικά, κι από τότε η ζωή των κατοίκων του γκρεμίστηκε σαν χωμάτινο κάστρο στο κύμα.
Το κορίτσι θα μάθει από νωρίς στη ζωή του τι σημαίνουν οι λέξεις προσφυγιά, οδοφράγματα, εγκλωβισμένοι, αγνοούμενοι, συρματοπλέγματα, κατοχή. Λέξεις που ακούει συχνά στην τηλεόραση, μαθαίνει καθημερινά στο σχολείο, μα πάνω απ’ όλα αισθάνεται στην καρδιά του βαθιά.
Το κορίτσι θα μεγαλώσει και θα γνωρίσει παιδιά που εγκατέλειψαν τη δική τους πατρίδα για να σωθούν. Ξέρει από πρώτο χέρι τι χρειάζονται τα παιδιά αυτά∙ ό,τι χρειάζεται κάθε άνθρωπος που ξαφνικά γίνεται πρόσφυγας. Ασφάλεια, ειρήνη, αγάπη, ελπίδα, αποδοχή. Μέχρι να βγάλει ρίζες στο χώμα όπου βρέθηκε αναγκαστικά, μέχρι να μπορέσει μια μέρα να το νιώσει για σπίτι.