Οι συντάκτες του κυπριακού Συντάγματος χρησιμοποίησαν ως πρότυπο, σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα καθοδηγεί, αλλά και δεσμεύει και τον ερμηνευτή του δικαίου, αφού η Σύμβαση και η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ αποτελούν αστείρευτη πηγή για την ανανοηματοδότηση των άρθρων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος.
Το έργο φιλοδοξεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στα χέρια δικηγόρων, δικαστών και ακαδημαϊκών, οι οποίοι ασχολούνται με την εφαρμογή και ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται, επίσης, σε φοιτητές των νομικών σχολών των κυπριακών Πανεπιστημίων και έχει ως σκοπό να τους εισαγάγει στις βασικές έννοιες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνεισφέροντας στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ευρεία αντίληψη της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στην κυπριακή έννομη τάξη.
Το έργο πλαισιώνουν κατ’ άρθρο κατάλογος υποθέσεων κυπριακών δικαστηρίων και του ΕΔΑΔ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ με έντυπα αιτήσεων ακυρώσεως, προνομιακών ενταλμάτων, προσφυγής στο ΕΔΑΔ κ.ά., καθώς και αναλυτικό ευρετήριο το οποίο διευκολύνει σημαντικά τον αναγνώστη στην έρευνά του.