"Η μαμά έπινε λικέρ μέντα και έκανε αέρα με μια δαντελωτή βεντάλια που της είχε φέρει παλιά μια φίλη της από τις Βρυξέλλες. Υπέφερε με την ζέστη, το καλοκαίρι την νάρκωνε. Ήταν διαρκώς αφηρημένη όμως πάντα μας μιλούσε γλυκά μέσα από τον λήθαργό της. Άφηνε την αγάπη της να γλιστράει ανεπαίσθητα προς το μέρος μας σαν σοκολάτα που λιώνει και κυλάει στο σαγόνι. Η βεράντα το δειλινό, κι εμείς μέσα της, είναι μια σκηνή που επανέρχεται στην μνήμη μου ήσυχα και λυπημένα, με τον τρόπο που απλώνεται η σκιά ενός δέντρου κάθε βράδυ στον κήπο..."