Είµαι ο Σωτηράκος. Πριν κλείσω τα δώδεκα, οι «κακοί» έκαψαν το χωριό µου, σκιαγραφώντας µε στάχτη και κάρβουνο τον ξεριζωµό. Μου κατασπάραξαν το παιδικό χαµόγελο, τη σαµαρίτσα µου, τον ονειρεµένο έρωτα και µ' έσπρωξαν στην ξενιτιά, στο έλεος της µοίρας. Το µόνο που δεν µου άρπαξαν είναι η φλογέρα − κρυµµένη βαθιά στο σακούλι. Αχ αυτή η φλογέρα! Με τους πονεµένους ήχους και τις µελωδίες, µε έκανε, ως κύριο Ντήµα πια, να έχω νέες ρίζες, ιδιαίτερο ξύλωµα και φλοιό. Εγώ, η ξεριζωµένη ηπειρώτικη βαλανιδιά, µε το σκοτεινό φορτίο στην καρδιά, άλλαξα σε δέντρο µε τις πιο θρεπτικές ουσίες: ευτυχία, καλοτυχία, ευηµερία… Μόνο η καταγωγή έµεινε ίδια. Κι έδωσα όρκο, κανείς, ούτε νεκρός, να τη στερηθεί. Κανενός η µοίρα να είναι… Χωρίς καταγωγή.