Άρθηκε έτσι μια δυσμενής μεταχείριση σε βάρος των ομοφυλόφιλων προσώπων, που ήταν αντίθετη με τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των πολιτών και, συνακόλουθα, με την απαγόρευση των διακρίσεων στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους.
Η κατάργηση μάλιστα της διαφοράς του φύλου ως προϋπόθεσης για έναν υποστατό γάμο δεν αφορά μόνο τη νομική ρύθμιση της γαμικής σχέσης ανάμεσα στα μέρη του ομόφυλου ζευγαριού, αλλά επηρεάζει όλο το οικογενειακό δίκαιο.
Είναι αυτονόητος πλέον ο γενικός ερμηνευτικός κανόνας ότι, όπου στον νόμο γίνεται λόγος για «συζύγους», ως τέτοιοι θεωρούνται και οι ομόφυλοι σύζυγοι, με συνέπεια τα ομόφυλα έγγαμα ζευγάρια να έχουν, γενικά μέσα στην οικογένεια, τα ίδια δικαιώματα που έχουν και τα ετερόφυλα, αρκεί βέβαια να μην προκύπτει το αντίθετο από συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις. Το πότε ακριβώς συμβαίνει αυτό είναι επίσης ένα θέμα ερμηνείας. Η λιτότητα του ν. 5089/2024 δημιουργεί διάφορα επιμέρους ερμηνευτικά ζητήματα, με τα κορυφαία από αυτά να περιστρέφονται γύρω από τις δυνατότητες των ομόφυλων ζευγαριών να αποκτήσουν παιδιά με ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Στη νέα αυτή έκδοση του «Οικογενειακού Δικαίου» έχει καταβληθεί προσπάθεια να αναλυθεί και να ερμηνευτεί το σύνολο της ύλης του κάτω από το πρίσμα της αναθεώρησής του με τον νέο νόμο. Επιπλέον έχουν ληφθεί υπόψη και όλες οι άλλες νομοθετικές μεταβολές που μεσολάβησαν από την προηγούμενη έκδοση, όπως λ.χ. ο ν. 4958/2022 για την τροποποίηση του δικαίου της ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Εννοείται, τέλος, ότι στην ένατη αυτή έκδοση έχουν περιληφθεί και όλες οι τελευταίες εξελίξεις της νομολογίας και της θεωρίας.