[...] Στην πραγματικότητα [ο Barthes], επειδή δεν ήθελε να αποδώσει στην καθημερινή χειρονομία ένα οριστικό νόημα, την επεξεργαζόταν μέσω ερμηνειών, σαν να επρόκειτο για μια μεταφορά. Εργαζόταν με βάση την καθημερινή σημασιοδότηση, προσπαθώντας να μην την ακινητοποιήσει, και γι’ αυτό την πραγματευόταν με λεπτότητα, όπως θα έκανε κάποιος που, από σεβασμό προς όλες τις μορφές της ζωής, θα χάιδευε μια περιπλανώμενη γάτα με την χάρη και την αγάπη (και τον σεβασμό) που θα έδειχνε αν χάιδευε μια γάτα Αγκύρας. `Τα πάντα εμποτίζονται από νόημα`, έλεγε, `σας αποκαλύπτω αρκετό, αλλά όχι ολόκληρο, αφήνω να πλανιέται στα λόγια μου μια σκιά υποψίας, και ιδιαίτερα [μια σκιά] σκεπτικισμού, γιατί δεν θέλω να αποκρυσταλλώσετε σε κώδικα αυτό που τώρα σας δείχνω, όπως δεν θέλω από τις ερμηνείες σας να κάνει την εμφάνισή του ένα φάντασμα, το φάντασμα του αναφερομένου`.
[...] Ο Βarthes μας δίδαξε την περιπέτεια ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με το κείμενο, δεν μας προσέφερε σχηματικά μοντέλα προς εφαρμογή, αλλά αντιθέτως ένα ζωντανό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να `μαγευόμαστε` καθημερινά από τη ζωτικότητα και το μυστήριο της επί τω έργω σημασιοδότησης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]