Ο Ρ. Μπαρτ γεννήθηκε στο Χερβούργο της Νορμανδίας. Πατέρας του ήταν ο αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού Λουί Μπαρτ, που σκοτώθηκε σε ναυμαχία στη Βόρεια Θάλασσα πριν ο Ρολάν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Η μητέρα του Ενριέτ τον ανέθρεψε στο χωριό Υρ και την πόλη Μπαγιόν, μαζί με τη θεία και τη γιαγιά του. Τελικώς, όταν ο Ρολάν ήταν 11 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι. Πάντως ο δεσμός με τις επαρχιακές του ρίζες θα παρέμενε ισχυρός σε όλη τη ζωή του.
Πολλά υποσχόμενος ως φοιτητής, ο Μπαρτ πέρασε την περίοδο από το 1935 ως το 1939 στη Σορβόννη, όπου πήρε πτυχίο κλασικών σπουδών. Τον ταλαιπωρούσε όμως η υγεία του από τότε, καθώς είχε κολλήσει φυματίωση, η οποία απαιτούσε συχνά απομόνωση σε σανατόρια. Οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις της υγείας του διέκοπταν την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, επηρεάζοντας τις σπουδές του και τη συμμετοχή του στις εξετάσεις. Είχε όμως ως αποτέλεσμα και την απαλλαγή του από τη στρατιωτική θητεία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Από το 1939 ως το 1948 η ζωή του Μπαρτ πέρασε με την έκδοση των πρώτων του έργων, τη συμμετοχή σε μία ιατρική μελέτη και με το πρόβλημα της υγείας του. Το 1948 επέστρεψε στο καθαρώς ακαδημαϊκό έργο, με πολυάριθμες μικρές απασχολήσεις σε ινστιτούτα στη Γαλλία, στη Ρουμανία και στην Αίγυπτο. Σε αυτή την περίοδο συνεισέφερε στην αριστερή παριζιάνικη εφημερίδα Combat, συνεισφορές από τις οποίες αναπτύχθηκε το πρώτο του μεγάλο έργο, το Ο βαθμός μηδέν της γραφής (1953). Από το 1952 ο Μπαρτ έμεινε σε μία πιο μακρόχρονη θέση στο Centre National de la Recherche Scientifique, όπου μελέτησε λεξικολογία και κοινωνιολογία. Κατά την επταετία που έμεινε εκεί, άρχισε να γράφει μία δημοφιλή σειρά δοκιμίων για το περιοδικό Les Lettres Nouvelles (Τα νέα γράμματα), στα οποία διέλυε μύθους της μαζικής κουλτούρας και τα οποία συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Mythologies (1957). Παρά το ότι δεν γνώριζε καλά αγγλικά, ο Μπαρτ δίδαξε στο Κολέγιο Middlebury στο Βερμόντ των ΗΠΑ το 1957. Πέρασε τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εξερευνώντας τα πεδία της σημειωτικής και του στρουκτουραλισμού, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια ανά τη Γαλλία και συνεχίζοντας να δημοσιεύει πραγματείες. Πολλά από τα έργα του εναντιώνονταν στις παραδοσιακές ακαδημαϊκές απόψεις της κριτικής της λογοτεχνίας και φημισμένων λογοτεχνικών μορφών. Η ανορθόδοξη σκέψη του τον οδήγησε σε σύγκρουση με έναν γνωστό καθηγητή της λογοτεχνίας στη Σορβόννη, τον Raymond Picard, που κατηγόρησε τη «νέα κριτική» του Μπαρτ για ασάφεια και έλλειψη σεβασμού στις λογοτεχνικές ρίζες της Γαλλίας. Η απάντηση του Μπαρτ στο Κριτική και αλήθεια (1966) κατηγορούσε την παλαιά αστική κριτική για έλλειψη ενδιαφέροντος για τα λεπτότερα σημεία της γλώσσας και για μία επιλεκτική αγνόηση των προκλητικών θεωριών.
Μέσα στη δεκαετία του 1960 ο Μπαρτ έχτισε την προσωπική του φήμη. Ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, κάνοντας μία παρουσίαση των θεωριών του στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, ενώ την ίδια περίοδο συνέγραψε το γνωστότερο έργο του, το δοκίμιο «Ο θάνατος του συγγραφέα», το οποίο, υπό το φως της αυξανόμενης επιδράσεως που άρχισε να ασκεί η αποδόμηση του Ζακ Ντεριντά, θα αποδεικνυόταν ένα μεταβατικό κείμενο στη διερεύνηση των λογικών στόχων της στρουκτουραλιστικής σκέψης. Ο Μπαρτ συνέχισε να γράφει στο αβάν-γκαρντ λογοτεχνικό περιοδικό του Φιλίπ Σολέρ Tel Quel, που ανέπτυσσε παρόμοιες θεωρητικές αναζητήσεις με αυτές του Μπαρτ. Το 1970 ο Μπαρτ δημοσίευσε το θεωρούμενο από αρκετούς ως το πλέον αξιοθαύμαστο έργο του: την πυκνή κριτική ανάγνωση της νουβέλας του Μπαλζάκ Σαραζέν, με τον τίτλο S/Z. Καθ' όλη τη δεκαετία του 1970 ο Μπαρτ συνέχισε να επεκτείνει τη λογοτεχνική του κριτική, αναπτύσσοντας νέα ιδανικά. Το 1971 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης.
Το 1975 έγραψε μία αυτοβιογραφία με τίτλο Roland Barthes και το 1977 εκλέχθηκε στην έδρα της Λογοτεχνικής Σημειολογίας (Sémiologie Littéraire) στο Collège de France. Την ίδια χρονιά η μητέρα του Ενριέτ, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Είχαν ζήσει μαζί επί 60 χρόνια και η απώλειά της ήταν σοβαρό χτύπημα για τον Μπαρτ. Το τελευταίο μεγάλο έργο του, το Camera Lucida (εκδόθηκε στην ελληνική υπό τον τίτλο Ο φωτεινός θάλαμος. Δοκίμιο για τη φωτογραφία.), είναι εν μέρει ένα δοκίμιο για τη φύση της φωτογραφίας και εν μέρει ένας διαλογισμός πάνω στις φωτογραφίες της μητέρας του.Στις 25 Φεβρουαρίου 1980 ο Ρολάν Μπαρτ, αφού είχε γευματίσει προηγουμένως με τον Μιτεράν και άλλους φίλους του, επέστρεφε σπίτι του περπατώντας στους δρόμους των Παρισίων, όταν παρασύρθηκε από ένα βανάκι. Πέθανε ένα μήνα αργότερα από τραύματα στο στήθος που του προκάλεσε αυτό το ατύχημα.Το έργο «Συμβάντα» κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, το 1987.